- ψαρόν
- ψᾱρόν , ψαρόςlike a starlingmasc acc sgψᾱρόν , ψαρόςlike a starlingneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
CNECUS — Graece Κνῆκος, herbae nomen, quam Cartamum vocant officinae: Eius flos luteus sive croceus, semen vero candidum. Unde κνηκὸν mkodo pro luteo, modo pro albo colore, sumptum Graecis. Hesychius, Κνηκὸν τὸ κροκίζον χρῶμα ἐπὶ τȏυ ἄνθους, ὅτε δὲ ἐπὶ… … Hofmann J. Lexicon universale
ψηρός — και ψαρός, ά, όν, Α 1. (κατά το λεξ. Σούδα) «ξηρός» 2. (το ουδ. στο τ. ψαρός ως ουσ.) τὸ ψαρόν είδος ξηραντικής αλοιφής. [ΕΤΥΜΟΛ. Η σύνδεση τού επιθ. με την οικογένεια τού ψήω* «τρίβω, γυαλίζω» δεν θεωρείται ικανοποιητική από σημασιολογική άποψη … Dictionary of Greek